σεντράρω, ρ.
[<σέντρα + κατάλ. -άρω], (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) στέλνω από μακριά την
μπάλα προς το κέντρο της αντίπαλης άμυνας χωρίς συγκεκριμένο αποδέκτη: «επειδή
δεν μπορούσαν οι παίχτες μας να διασπάσουν την αντίπαλη άμυνα, άρχισαν να
σεντράρουν από μακριά προς την εστία των αντιπάλων τους»·
-
τον σεντράρω, τον διώχνω από την ομάδα μου, από την παρέα μου ή από τη
δουλειά μου: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες μου, τον σεντράρω μια
και καλή».